- παρευδιαζομαι
- παρευδιάζομαιπαρ-ευδιάζομαιжить безмятежно, наслаждаться покоем
ἦγον τέν εἰρήνην ἀεὴ παρευδιαζόμενοι Polyb. — (мессенцы) всегда наслаждались безмятежным миром
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἦγον τέν εἰρήνην ἀεὴ παρευδιαζόμενοι Polyb. — (мессенцы) всегда наслаждались безмятежным миром
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
παρευδιάζομαι — Α ζω ήρεμα και αρμονικά με τους γείτονες μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + εὐδιάζω / ομαι «γαληνεύω, ησυχάζω»] … Dictionary of Greek
παρευδιαζόμενοι — παρευδιάζομαι live at peace with one s neighbours pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρευδιαστής — ὁ, Α [παρευδιάζομαι] είδος πτηνών που ζούσαν στο νερό και έβγαιναν στην ξηρά σε περίοδο καλοκαιρίας … Dictionary of Greek